- ολοσφύρητος
- ὁλοσφύρητος, δωρ. τ. ὁλοσφύρατος, -ον (Α)(για μεταλλική κατασκευή) ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σφυρήλατο μέταλλο («ὡς σκεῡος χρυσίου ὁλοσφύρητον», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου *ὁλοσφυρώ].
Dictionary of Greek. 2013.